εκσφενδονίζω

εκσφενδονίζω
ρίχνω μακριά με ορμή σαν να κρατώ σφενδόνα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εκσφενδονίζω — εκσφενδονίζω, εκσφενδόνισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εκσφενδονίζω — εκσφενδόνισα, εκσφενδονίστηκα, εκσφενδονισμένος, μτβ., ρίχνω με ορμή και μακριά σαν με σφεντόνα, εκτοξεύω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιάπτω — ἰάπτω (Α) 1. ρίχνω εναντίον, εκσφενδονίζω («τόξοις ἰάπτειν μητέτ εἰς ἡμᾱς βέλη», Αισχύλ.) 2. πλήττω, χτυπώ («πρόσθε πυλᾱν κεφαλὰν ἰάψειν» μπροστά στις πύλες θα χτυπήσει το κεφάλι του, Αισχύλ.) 3. (για όπλο) τραυματίζω, διατρυπώ 4. βλάπτω, ζημιώνω …   Dictionary of Greek

  • προενσείω — Α εκσφενδονίζω προηγουμένως κάτι εναντίον κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐνσείω «εκσφενδονίζω»] …   Dictionary of Greek

  • ίημι — ἵημι (Α) 1. κινώ, βάζω κάτι σε κίνηση, κάνω κάτι να κινηθεί γρήγορα («ἧκα πόδας καὶ χεῑρε φέρεσθαι», Ομ. Οδ.) 2. αφήνω κάτι να πέσει κάτω (α. «κὰδ δὲ κάρητος ἧκε κόμας» άφησε τα μαλλιά να κρέμονται από το κεφάλι, Ομ. Οδ.) 3. στέλνω, αποστέλλω 4.… …   Dictionary of Greek

  • αναβράσσω — ἀναβράσσω και άττω (Α) 1. βράζω κάτι καλά, μέχρι κοχλασμού 2. τινάζω κάτι προς τα επάνω, εκσφενδονίζω 3. πηδώ έξω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * επιτ. + βράσσω. ΠΑΡ. ἀνάβραση( ις), ἀναβρασμός, ἀνάβραστος] …   Dictionary of Greek

  • απακοντίζω — ἀπακοντίζω (Α) ρίχνω σαν ακόντιο, εκτοξεύω, εκσφενδονίζω, πετάω …   Dictionary of Greek

  • απολύω — κ. απολάω, αμπολάω, απολνώ, αμολάω (AM ἀπολύω) 1. παύω κάποιον από την εργασία ή την υπηρεσία του 2. αφήνω ελεύθερο από την υπηρεσία στον στρατό 3. διαλύω, διατάζω να διαλυθεί (στράτευμα) νεοελλ. 1. αφήνω ελεύθερο, αποφυλακίζω 2. φρ. «απολάω… …   Dictionary of Greek

  • αποπάλλω — ἀποπάλλω (Α) 1. εξακοντίζω, εκσφενδονίζω 2. τινάζομαι πίσω, αναπηδώ …   Dictionary of Greek

  • αποπέμπω — (AM ἀποπέμπω) [πέμπω] νεοελλ. 1. απομακρύνω, διώχνω 2. δίνω διαζύγιο, χωρίζω αρχ. μσν. στέλνω πίσω μσν. 1. εκσφενδονίζω, ρίχνω 2. (για προσευχή) αναπέμπτω, στέλνω 3. (για οσμή) αναδίνω αρχ. 1. χωρίζω, απολύω, ξεφορτώνομαι 2. φέρνω στο φως,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”